προσκλητικός

προσκλητικός
-ή, -όν, Α [προσκαλῶ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσκληση
2. αυτός με τον οποίο προσκαλείται κάποιος, αυτός που χρησιμεύει για πρόσκληση
3. προκλητικός, σαγηνευτικός («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ κάλλος», Φίλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσκλητικός — calling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκλητικόν — προσκλητικός calling masc acc sg προσκλητικός calling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκλητικήν — προσκλητικός calling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”